- συμπάσχομεν
- συμπάσχωhave the same thing happen to onepres ind act 1st plσυμπάσχωhave the same thing happen to oneimperf ind act 1st pl (homeric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συμπάσχω — ΝΜΑ [πάσχω] 1. πάσχω μαζί με άλλον 2. υφίσταμαι τα ίδια δεινά, υποφέρω μαζί («εἴπερ συμπάσχομεν ἵνα καὶ συνδοξασθῶμεν», ΚΔ) 3. συμπονώ αρχ. 1. αισθάνομαι το ίδιο («τοῑς τῆς ψυχῆς παθήμασι τὸ σῶμα συμπάσχει», Αριστοτ.) 2. ελεώ κάποιον … Dictionary of Greek